περικνημίδα

περικνημίδα
[-ίς (-ίδος)] η
1) гетра; 2) чулок; 3) подвязка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περικνημίδα" в других словарях:

  • περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδα — η περίβλημα της κνήμης, κάλτσα, τσουράπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλτσα — η (Μ κάλτσα) πλεκτό ή υφαντό κάλυμμα, το οποίο περιβάλλει ολόκληρο το κάτω μέρος τού ποδιού ή και ολόκληρο το πόδι, περικνημίδα, περιπόδιο νεοελλ. 1. η μάλλινη περικνημίδα τών φουστανελλάδων 2. είδος πλέξης 3. φρ. «διαβόλου κάλτσα» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • γαμπιέρα — η τμήμα τής πανοπλίας που σκεπάζει τις γάμπες, περικνημίδα …   Dictionary of Greek

  • γκέτα — η 1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα τής κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι 2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) τού ποδιού και τού κάτω μέρους τής κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το… …   Dictionary of Greek

  • καλτσόνι — και σκαρτσούνι, τὸ (Μ) κάλτσα, περικνημίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. calzone] …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κνημίς — κνημίς, ῑδος, δωρ. τ. κναμίς, ἡ (Α) [κνήμη] 1. μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα τής κνήμης το οποίο αποτελούσε μέρος τής πανοπλίας, η περικνημίδα («κνημῑδας μέν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε» Ομ. Ιλ.) 2. ακτίνα τροχού («τὰ μὲν πλάγια καὶ αἱ κνημῑδες… …   Dictionary of Greek

  • περικνημίδιον — τὸ, Α [περικνημίς] μικρή περικνημίδα …   Dictionary of Greek

  • σκελόδεσμον — τὸ, Α περισκελίδα, περικνημίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός] …   Dictionary of Greek

  • κνημίδα — Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»